Ο Γουώλτερ Λίπμαν και οι απαρχές του νεοφιλελευθερισμού


ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ

Serge Audier, Néo-libéralisme(s) – Une Archéologie Intellectuelle, Paris: Éditions Grasset & Fasquelle, 2012, σελ. 636.

Serge Audier, Le Colloque Lippmann: Aux Origines duNéo-libéralisme’, Nouvelle édition augmentée, Paris: Le Bord de l’Eau, 2012, σελ. 496.

Angus Burgin, The Great Persuasion, Reinventing Free Markets since the Depression, Cambridge, MA: Harvard University Press, 2012, σελ. 303.

Damien Cahill, The End of Laissez-Faire? On the Durability of Embedded Neoliberalism, Cheltenham: Edward Elgar Publishing, 2014, σελ. 208.

Colin Crouch, The Strange Non-Death of Neoliberalism, Cambridge: Polity, 2011, σελ. 224.

Philip Mirowski & Dieter Plehwe (eds.), The Road from Mont Pèlerin: The Making of the Neoliberal Thought, New Edition, Cambridge, MA: Harvard University Press, 2015, σελ. 496.

Daniel Stedman Jones, Masters of the Universe: Hayek, Friedman, and the Birth of Neoliberal Politics, Princeton, NJ: Princeton University Press, 2012, σελ. 432.

Vivien Schmidt & Mark Thatcher (eds.), Resilient Liberalism in Europe’s Political Economy, New York: Cambridge University Press, 2013, σελ. 449.


 

 

«Η φιλελεύθερη σκέψη περιορίστηκε στη μεταφυσική του laissez-faire, με αποτέλεσμα να καταστεί η πολιτική φιλοσοφία του φιλελευθερισμού μια μεγάλη άρνηση, ένα γενικό non possumus, και μια αυτάρεσκη υπεράσπιση των κυρίαρχων τάξεων». Δεν αντιγράφω από φυλλάδιο κάποιας ακροαριστερής ομάδας. Η περικοπή προέρχεται από το δημοσιευμένο το 1937 βιβλίο Η Καλή Κοινωνία του σπουδαίου αμερικανού δημοσιογράφου Γουώλτερ Λίπμαν (An Inquiry into the Principles of the Good Society, Boston: Little, Brown and Company, 1937: 203). Έναν χρόνο αργότερα, οργανώθηκε στο Παρίσι επ’ ευκαιρία της γαλλικής μετάφρασης το λεγόμενο Συμπόσιο Γουώλτερ Λίπμαν από το οποίο εκπήγασε ο όρος «νεοφιλελευθερισμός». Αν μη τι άλλο, είναι ενδιαφέρον ότι καταγγέλλεται σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός για κάτι εναντίον του οποίου συγκροτήθηκε ως ιδεολογικό κίνημα.

Η Καλή Κοινωνία αποτελεί την πληρέστερη διακήρυξη αρχών του (νεο)φιλελευθερισμού στον μεσοπόλεμο. Εάν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι το πρόπλασμά της ενυπάρχει ήδη στις διαλέξεις Godkin που έδωσε ο Λίπμαν το 1934 στο Χάρβαρντ, τότε προηγείται κατά μία δεκαετία του θεωρούμενου ως το μανιφέστο του φιλελευθερισμού Δρόμου προς τη Δουλεία. Και όχι μόνο χρονικά. Ορισμένες ιδέες του σκληρού πυρήνα του χαγιεκιανού έργου βρίσκονται εν σπέρματι τουλάχιστον στην Καλή Κοινωνία, λόγου χάριν, η διαφορά του κοινωνικού ελέγχου μεταξύ συμπράξεων ατόμων που δημιουργούνται αυθόρμητα, φυσικά, ενστικτωδώς, και οργανωμένων εμπρόθετα συνόλων (Η Καλή Κοινωνία, εφεξής ΗΚΚ: 309), ή τα όρια της γνώσης στη διακυβέρνηση των κοινωνιών:

Είναι, συνεπώς, αυταπάτη να φανταζόμαστε ότι υπάρχει αξιόπιστο νόημα στην ιδέα ότι η ανθρώπινη εξέλιξη μπορεί να τεθεί υπό συνειδητό έλεγχο… Ουδέποτε ανθρώπινος νους κατανόησε το συνολικό σχήμα μιας κοινωνίας. Στην καλύτερη περίπτωση ένας νους μπορεί να καταλάβει τη δική του εκδοχή του σχήματος, κάτι πολύ πιο ισχνό, του οποίου η σχέση με την πραγματικότητα είναι ό,τι η σιλουέτα για έναν άνθρωπο. Επομένως, οι πολιτικές ασχολούνται με αφαιρέσεις, και η διακυβέρνηση έχει να κάνει μόνο με αφηρημένες απόψεις. (ΗΚΚ: 31-32)

Η κήρυξη του πολέμου εκμηδένισε την όποια δυναμική παρήγαγε η συνάντηση του Παρισιού, γεγονός στο οποίο μάλλον πρέπει να αποδοθεί ότι η ίδρυση της Mont Pèlerin Society (MPS) το 1947 εκλαμβάνεται συχνά ως αφετηρία του νεοφιλελευθερισμού. Ωστόσο, ορίζοντας την ατζέντα του και δημιουργώντας θεσμούς για την ανάπτυξη και τη διάδοσή του, το Συμπόσιο Λίπμαν καταγράφεται δικαίως ως η πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια να ανακοπεί η καθοδική πορεία του φιλελευθερισμού. Παράλληλα, υπήρξε και το πρώτο πεδίο στο οποίο αντιπαρατέθηκαν διαφορετικές απόψεις για τη διακυβέρνηση των κοινωνιών που θα συνεχιστούν τις επόμενες δεκαετίες με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση: συνέχεια/ασυνέχεια του φιλελευθερισμού, σχολή του Φράιμπουργκ/αυστριακή σχολή, λαισεφαιρισμός /παρεμβατισμός.

Τα γεγονότα αυτά αποτελούν ασφαλώς μέρος της διανοητικής ιστορίας της ελεύθερης αγοράς, και ως τέτοια έχουν το ενδιαφέρον τους. Εντάσσονται, όμως, δικαιωματικά σε ένα εν εξελίξει, με την ευρεία έννοια, ερευνητικό πρόγραμμα που αποσκοπεί να μελετήσει συστηματικά τον νεοφιλελευθερισμό. Από τη μια, πολλαπλασιάζονται οι μελέτες κεντροαριστερών και αριστερών κυρίως πεποιθήσεων συγγραφέων (Damien Cahill, Colin Crouch, Vivien Schmidt και Mark Thatcher κ.ά.), που προσπαθούν να κατανοήσουν τους λόγους της ανθεκτικότητας των νεοφιλελεύθερων ιδεών. και, από την άλλη, παρατηρείται επίσης άνθηση των ιστορικών ερευνών (Serge Audier, Angus Burgin, Philip Mirowski και Dieter Plehwe, Daniel Stedman Jones κ.ά.), οι οποίες έχουν εξαχνώσει ευρέως διαδεδομένα στερεότυπα, λόγου χάριν, ότι ο νεοφιλελευθερισμός γεννήθηκε τη δεκαετία του ’70 ή ότι εξαρχής υπήρξε συμπαγής και μονοσήμαντη ιδεολογία.[1] Πάντως, το κείμενό μου εστιάζεται αποκλειστικά στον Λίπμαν και το συμπόσιο του Παρισιού, και δεν πρόκειται να ασχοληθώ ούτε με τα πώς και τα γιατί της ανθεκτικότητας των νεοφιλελεύθερων ιδεών, ούτε με το αν ο νεοφιλελευθερισμός χαίρει άκρας υγείας, αν επιζεί κάποια μεταλλαγμένη εκδοχή του ή αν δίχως τυμπανοκρουσίες έχουμε ήδη εισέλθει σε μετα-νεοφιλελεύθερη εποχή.

Ο Μισέλ Φουκώ πρέπει να πιστωθεί με την πρώτη απόπειρα  ̶  στο δυστυχώς πολύ καθυστερημένα εκδοθέν βιβλίο του Η Γέννηση της Βιοπολιτικής  ̶  να μελετηθεί ενιαία o γερμανικός ορντοφιλελευθερισμός, η σχολή του Σικάγου και η Αυστριακή Σχολή. Είναι αυτός επίσης που έβγαλε από τη λήθη το Συμπόσιο Λίπμαν. Ειρήσθω εν παρόδω, το «βιοπολιτική» είναι μετάφραση του όρου vitalpolitik που επινόησε ο Γερμανός ορντοφιλελεύθερος Αλεξάντερ Ροστόου, οι δε διαμάχες για ένα κάποιο φλερτ του Φουκώ με τον νεοφιλελευθερισμό δεν έχουν κοπάσει μέχρι σήμερα.[2]

Μια νεφελώδης ορολογία

Πρώτα, μια διευκρίνιση σχετικά με τη χρήση του «νεοφιλελευθερισμού». Οι πέριξ των όρων «φιλελευθερισμός», «ελευθεριασμός» (libertarianism), «νεοφιλελευθερισμός» αμφισημίες είναι γνωστές (Αριστείδης Χατζής, «Η λέξη που αρχίζει από Φ», e-rooster.gr, 20.07.2004), και έχουν συζητηθεί ad nauseam εδώ και δεκαετίες.

Δύο κατά βάση είναι τα αίτια της νεφελώδους ορολογίας. Πρώτον, η χρήση του liberal αποφεύγεται διότι κατέληξε να σημαίνει soft αριστερά  ̶  από το 1900 και κυρίως από τη δεκαετία του ’30, «σαν υπέρτατη, αν και απρόθετη, φιλοφρόνηση, οι εχθροί του συστήματος της ελεύθερης επιχείρησης έκριναν καλό να οικειοποιηθούν τον χαρακτηρισμό της», γράφει ο Γιόζεφ Σουμπέτερ (History of Economic Analysis, New York: Routledge, 2006 [1954]: 372). Δεύτερον, ο φιλελευθερισμός απέκτησε παλαιόθεν αρνητικές συνυποδηλώσεις, διότι ταυτίστηκε με το laissez-faire. Επί παραδείγματι, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πρόβλημα, ο Λίπμαν δηλώνει ότι τον ενδιαφέρει η ουσία και όχι η αποκατάσταση της λέξης «φιλελεύθερος», η οποία «είναι ήδη ένα φθαρμένο στολίδι που προκαλεί τα πλέον αμφίσημα αισθήματα». (ΗΚΚ: 205)

Ο θετικών συνυποδηλώσεων νεοφιλελευθερισμός του Συμποσίου Λίπμαν εγκαταλείπεται τη δεκαετία του ’50, μολονότι ήταν εμφανής η αδυναμία να επινοηθεί άλλη ονομασία. Ο Μίλτον Φρίντμαν, ενώ το 1951 τιτλοφορεί άρθρο του «Neo-Liberalism and its Prospects» (Farmand, 17 February: 89-93), δέκα χρόνια αργότερα στο μπεστ-σέλερ του Capitalism and Freedom (Chicago: University of Chicago Press, 2002 [1962]: 6) χρησιμοποιεί το «liberal» «[ε]ν μέρει εξαιτίας της απέχθειας μου να παραδώσω τον όρο [liberal] στους υπέρμαχους των μέτρων που θα κατέστρεφαν την ελευθερία, εν μέρει διότι δεν βρίσκω καλύτερη εναλλακτική λύση». Παρά την τεράστια επιτυχία του βιβλίου, όμως, η έννοια του liberal δεν αποκαταστάθηκε. Παρομοίως, ο Φρίντριχ Χάγιεκ συνηγορεί υπέρ του liberal στην ιδρυτική σύνοδο της MPS, αλλά μια δεκαετία μετά, αφού απέρριψε τον ελευθεριασμό ως «άχαρο», προτείνει να υιοθετηθεί το θνησιγενές «ουιγισμός» (Το Σύνταγμα της Ελευθερίας, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008 [1959]: 548-553). Διάφορες εναλλακτικές λύσεις αποδεικνύονται ατελέσφορες. Όπως λέει αστειευόμενος ένας ελευθεριακός: «Δεν είμαι συντηρητικός. είμαι κλασικός φιλελεύθερος. ‘Κλασικός φιλελεύθερος’ είναι ωραία φράση. κανένας δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει» (Russell Roberts).

Εγκαταλείπεται μεν ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά δεν εξαφανίζεται, κυρίως στην ηπειρωτική Ευρώπη. Το 1955, ο Βίλχελμ Ρόπκε αναφέρει ότι εντός της MPS υπάρχουν αξιοσημείωτες εντάσεις μεταξύ «παλαιοφιλελεύθερων» και «νεοφιλελεύθερων», εννοώντας αντιστοίχως τους λαισεφαιριστές και τους αντι-λαισεφαιριστές. το 1969, τον συναντάμε στον πρόλογο του καθηγητή πολιτικής επιστήμης Gottfried Dietze στην αμερικανική έκδοση του βιβλίου του Ρόπκε Against the Tide. και τη δεκαετία του ’70, ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν τον χρησιμοποιεί σπανίως μεν, πάντα όμως με θετικό πρόσημο.

Εν πάση περιπτώσει, nomina sunt omina. Αφού τα ονόματα είναι οιωνοί, η ονοματοθεσία κάποιου πράγματος προκαθορίζει τη μοίρα του. Αλλά και η μη ονοματοθεσία του. Μηδαμινή είναι η πιθανότητα να κερδίσεις μια διαμάχη όταν απαντάς με επιθετικούς προσδιορισμούς και περιφράσεις. Έτσι, το κενό εύκολα κατέλαβε ο υποτιμητικά φορτισμένος νεοφιλελευθερισμός, αιχμή του δόρατος στη ρητορεία της ριζοσπαστικής αριστεράς και του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης  ̶ συχνά ως συνώνυμο του συντηρητισμού, ενίοτε ακόμη και του καπιταλισμού ̶ , καθώς και των ποικιλώνυμων λαϊκιστών. Υπάρχουν και άλλοι. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, στελέχη της Νέας Δημοκρατίας που υποστηρίζουν τον έναν εκ των δύο τελικώς διεκδικητών της αρχηγίας του κόμματος, κατηγορούν τον έτερο υποψήφιο ως «νεοφιλελεύθερο», σε ένα κακότεχνο ριμέικ όσων έζησε το ίδιο κόμμα στις εσωκομματικές συγκρούσεις τη δεκαετία του ’80.

Ο εξοβελισμός του νεοφιλελευθερισμού από το πολιτικό λεξιλόγιο πρόσθεσε αρκετά προβλήματα. Επί παραδείγματι, προκειμένου να αποφύγει το «νεοφιλελεύθερος» στο αξιόλογο βιβλίο του, ο Angus Burgin προτιμά συχνά το έκδηλα χειρότερο «συντηρητικός». στο δε Resilient Liberalism των V. Schmidt και M. Thatcher βλέπουμε το liberal στο εξώφυλλό του, αλλά το neo-liberal στο σώμα του.

Τούτων και άλλων δοθέντων, χρησιμοποιώ το «νεοφιλελευθερισμός» με τη μέγιστη δυνατή ουδετερότητα, δηλαδή ως ένα εξελισσόμενο, και οπωσδήποτε ανομοιογενές σώμα ιδεών που αρχίζει να συγκροτείται στον μεσοπόλεμο και φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Αντιρρήσεις νομιναλιστικού χαρακτήρα ότι είναι τέτοιες οι διαφορές των σχετικών απόψεων ώστε ματαιοπονεί όποιος σκοπεύει να τις συστεγάσει σε ενιαία αναλυτική κατηγορία, δεν έχουν πολύ νόημα. Άλλωστε, η παρεμφερής άποψη του Χάγιεκ (Individualism and Economic Order. Chicago: University of Chicago Press: 2-3) ότι «[ό]ροι όπως ο ‘φιλελευθερισμός ή ‘δημοκρατία’, ‘καπιταλισμός’ ή σοσιαλισμός’ δεν στέκουν πλέον ως συνεκτικά συστήματα ιδεών» δεν τον εμπόδισε να τους χρησιμοποιήσει κατά κόρον.[3]

Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να κατανοηθεί η γέννηση, η εξέλιξη και οι μεταλλάξεις του νεοφιλελευθερισμού, και εντέλει η επικράτησή του, αν περιοριστεί κανείς στο επίπεδο των ιδεών. Η μεταπολεμική περίοδος απέχει παρασάγγας από τον 19ο αιώνα όσον αφορά τη διαχείριση των ιδεών. Η τριακονταετής ιδεολογική του κυριαρχία, που ξεκίνησε από μια χούφτα ανθρώπων, οφείλεται επίσης σε ένα σύνολο υποστηρικτικών οργανώσεων, πηγών χρηματοδότησης και δικτύωσης  ̶ φυσικά δεν εννοώ ότι πρόκειται για διεθνή συνωμοσία εξυφανθείσα από σκοτεινά κέντρα. Σχετικά σύντομα θα εμφανιστούν ιδρύματα διάχυσης των νεοφιλελεύθερων ιδεών (Institute of Economic Affairs, American Enterprise Institute, Foundation for Economic Education κ.ά.), τα οποία ο Angus Burgin θεωρεί κάτι σαν επιχειρηματικά κεφάλαια (venture capital) στο επίπεδο των ιδεών, και ο Daniel Stedman Jones «ιδεολογικούς επιχειρηματίες» τους επικεφαλής τους. Από τη μεριά τους, οι Philip Mirowski και Dieter Plehwe υιοθέτησαν την έννοια της «συλλογικής διανόησης» (thought collective) του Ludwik Fleck προκειμένου να ερμηνεύσουν την εξέλιξη και διεθνοποίηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Από τούτη την άποψη, το Συμπόσιο Λίπμαν αποτελεί ένα πρώτο, υποτυπώδες μοντέλο της νέας διαχείρισης των ιδεών.

Ο ιδιοφυής σύντροφος του μπρέκφαστ

Από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, ο Γουώλτερ Λίπμαν (1889-1974) θεωρείται ο μεγαλύτερης επιρροής δημοσιογράφος στις ΗΠΑ, και πιθανόν στον κόσμο.[4] Πολιτικός σχολιαστής που ουδέποτε διαπραγματεύθηκε την ανεξαρτησία του, εβραϊκής καταγωγής αρθρογράφος που δεν έγραψε λέξη για το Ολοκαύτωμα, δημόσιος διανοούμενος που αντιτάχθηκε στον μακαρθισμό και στα γεράματά του στον πόλεμο του Βιετνάμ, αυτός «ο πρύτανης των αμερικανών δημοσιογράφων (Νόαμ Τσόμσκι)» αντιστέκεται σε κάθε ταξινόμηση: «τέκνο του διαφωτισμού», σύμφωνα με έναν από τους στενότερους φίλους του. «φιλελεύθερος που τον απωθούσαν όλες οι μορφές ολοκληρωτισμού, είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς» (Ronald Steel), αλλά κατ’ άλλους επίσης ρεαλιστής, πραγματιστής, συντηρητικός, ακόμη και εχθρός της δημοκρατίας. που όλη τη ζωή του τον βασάνιζε μια σχεδόν μαρξιστική έγνοια ότι οι κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να προσαρμόσουν τις δομές παραγωγής πολιτικών στα διαρκώς και ταχέως μεταβαλλόμενα προβλήματα (Craufurd Goodwin). που φοβόταν την «τυραννία των μαζών» και προσδοκούσε την επικράτηση μιας «ανιδιοτελούς ελίτ». και που εξέπεσε στο «πλέον επικίνδυνο των δογμάτων  ̶ το δόγμα ότι δεν πρέπει να έχουμε δόγματα», όπως θα γράψει ο συμφοιτητής του Τ. Σ. Έλιοτ.

Η πορεία του υπήρξε δαιδαλώδης. Στην εξηντάχρονη καριέρα του υποστήριξε εναλλακτικά επτά δημοκρατικούς και έξι ρεπουμπλικανούς υποψήφιους για την προεδρία. Όπως καθένας που είναι υποχρεωμένος να γράφει τρεις και τέσσερις φορές τη βδομάδα, έσφαλλε συχνά και δεν δίσταζε να αλλάζει άρδην τις απόψεις του  ̶ ιδίως σε θέματα διεθνούς πολιτικής που ουδέποτε εγκατέλειψε στον επαγγελματικό του βίο. Ο Ronald Steel, που μόνο εχθρικός δεν είναι απέναντί του, γράφει στην έξοχη βιογραφία τού Λίπμαν (σ. 486): «Μη έχοντας στιβαρό οδοδείκτη πλην του πραγματισμού, στερούμενος σοβαρής φιλοσοφικής ή ιδεολογικής δέσμευσης, απρόθυμος να δεχθεί ότι οι οικονομικές απαιτήσεις ή οι ηγεμονικές φιλοδοξίες θα μπορούσαν εν μέρει να βαραίνουν στην ερμηνεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ο Λίπμαν αδυνατούσε να έχει συνεπή προσέγγιση στα θέματα για τα οποία έγραφε».

Όταν στα κυβερνητικά γραφεία και τις πρεσβείες ξεκινούν τη μέρα τους διαβάζοντας το πολιτικό του σχόλιο, προφανώς δεν υπάρχουν κλειστές πόρτες γι’ αυτόν. Και φυσικά το ήξερε. Ταξιδεύοντας με προορισμό την Ελλάδα, γράφει στο σημειωματάριό του: «Να δω τον Βασιλιά, τον πρωθυπουργό, κ.λπ.  ̶ τα συνήθη πρόσωπα». Γνώρισε προσωπικά έντεκα Προέδρους και τους σημαντικότερους πολιτικούς διεθνώς. Σε περιοδεία του στην Ευρώπη τον Οκτώβριο του 1949, αφού συναντήθηκε με τον ντε Γκωλ και τον Αντενάουερ, φθάνει στην Αθήνα όπου συναντά τον Βασιλιά Παύλο, τον Αλέξανδρο Παπάγο και τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Διομήδη. Ο Βασιλιάς έστειλε αργότερα επιστολή στον Λίπμαν στην οποία ζήτησε την κατανόησή του διότι οι υποχρεώσεις του δεν του επέτρεψαν να έχει μια κατ’ ιδίαν συνάντηση μαζί του και, δίνοντας τους αριθμούς τηλεφώνου του, εξέφρασε την ευχή να συναντηθούν το συντομότερο δυνατό.

Μοναχοπαίδι ευκατάστατης γερμανο-εβραϊκής οικογένειας μεταναστών, ο Γουώλτερ Λίπμαν γεννήθηκε στο Μανχάταν, και σπούδασε φιλοσοφία στο Χάρβαρντ από όπου αποφοίτησε το 1910. Προικισμένος, ξεχώρισε ήδη από τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια για την ευφυΐα και τις επιδόσεις του. Έπινε το τσάι του κάθε Πέμπτη προσκαλεσμένος του Γουίλιαμ Τζέημς που είχε εντυπωσιαστεί από ένα άρθρο του, έγινε βοηθός του Τζωρτζ Σανταγιάνα και υπήρξε προνομιούχος συνομιλητής του Γκράχαμ Γουάλας, ένα πρώην μέλος της Φαβιανής Εταιρείας, χάρη στον οποίο συνειδητοποίησε «τις διάχυτες συνέπειες της ‘Μεγάλης Κοινωνίας’». (ΗΚΚ: vii) Ίδρυσε μαζί με άλλους το Σοσιαλιστικό Κλαμπ του Χάρβαρντ (αλλά ο σοσιαλισμός του ήταν μια «φρουτοσαλάτα» κατά τον R. Steel) του οποίου μέλος υπήρξε επίσης ο συμφοιτητής του Τζων Ρηντ. Ο συγγραφέας του βιβλίου Οι Δέκα Μέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο, εντυπωσιασμένος από τις ικανότητες του Λίπμαν, τον περιέγραψε ως τον μελλοντικό Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Θα μπορούσε να είχε γίνει καθηγητής ή πολιτικός, αλλά ήταν γεννημένος δημοσιογράφος. Λίγες βδομάδες πριν ολοκληρώσει το μάστερ του, τα παρατάει και πιάνει δουλειά ως ρεπόρτερ στη σοσιαλιστική Boston Common. Συνιδρύει το προοδευτικό περιοδικό New Republic (1914), μεταπηδά στη New York World από την οποία αποχώρησε όταν έκλεισε (1922-1931), και το 1931 ξεκινά τη μακρόχρονη συνεργασία του με τη συντηρητική New York Herald Tribune. Σύντομα, οι ρεπουμπλικανοί αναγνώστες της εφημερίδας θα διαβάζουν τις προτροπές του να ψηφιστεί ο Φράνκλιν Ρούσβελτ ως επόμενος Πρόεδρος…

Εξέχουσα ήδη προσωπικότητα του προοδευτισμού (progressivism), τάσσεται υπέρ της εμπλοκής των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετέχει νεότατος στο επιτελείο του Γούντροου Γουίλσον (1913-1921), συμβάλλει στη συγγραφή των «14 σημείων», που μεταξύ άλλων προβλέπουν τη σύσταση της Κοινωνίας των Εθνών, και συμμετέχει στην αμερικανική αποστολή στις συζητήσεις που θα οδηγήσουν στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Εχθρικός προς τους όρους της συνθήκης, θα φροντίσει να δημοσιευτεί σε συνέχειες το παρεμφερών απόψεων Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης του Κέυνς με τον οποίον θα συνδεθεί έκτοτε με στενή φιλία  ̶ «μια από τις ευτυχέστερες [φιλίες] της ζωής μου», όπως θα πει. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υποστήριξε την αποστολή στρατιωτικού υλικού στους συμμάχους, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης, και μεταπολεμικά θα αναδειχθεί σε υπερασπιστή του σεβασμού των σφαιρών επιρροής στην Ευρώπη. και θα συνηγορήσει υπέρ της βοήθειας στην Ελλάδα, μολονότι διαφωνούσε με τη φιλοσοφία και τις μεθόδους του δόγματος Τρούμαν  ̶ λέγεται μάλιστα πως πιάστηκε δημοσίως στα χέρια με τον τότε υφυπουργό εξωτερικών Ντην Άτσετσον.

Μεταξύ άλλων, τιμήθηκε με δύο βραβεία Pulitzer (1958, 1962), 22 τίτλους επίτιμου διδάκτορα, και 28 μετάλλια παγκοσμίως. Πριν και πάνω από τα βραβεία, όμως, υπάρχει η επιδοκιμασία του αναγνωστικού κοινού. Η στήλη του Today and Tomorrow, της οποίας το πρώτο κείμενο θα εμφανιστεί στις 08.09.1931 και το τελευταίο στις 25.05.1967, αναδημοσιεύεται σε περισσότερες από 100 εφημερίδες με πάνω από δέκα εκατομμύρια αναγνώστες, καθιστώντας τον Λίπμαν μέλος σε κάθε σπιτικό και «ιδιοφυή σύντροφο του μπρέκφαστ» (Angus Burgin). Σε γελοιογραφία του 1943, η σύζυγος κρατώντας στα χέρια της μια εφημερίδα λέει στον σύζυγό της «Με τρομάζει σήμερα ο Λίπμαν». οι δε θεατές στο μιούζικαλ Pal Joey των Rodgers και Hart διόλου δεν αναρωτιόντουσαν «ποιος είναι αυτός;» ακούγοντας από τη διανοούμενη στριπτιζέζ (η Ρίτα Χέιγουορθ στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου) τον πρώτο στίχο του τραγουδιού Zip: «Zip! Walter Lippman wasn’t brilliant today».[5] Ο R. Steel παρέχει μιαν εύλογη εξήγηση για τη δημοφιλία του: «Οι αναγνώστες στρέφονταν στον Λίπμαν, όχι για λύσεις, αλλά για αμερόληπτη ανάλυση», που συνδυαζόταν με εκπληκτική ικανότητα απλοποίησης πολύπλοκων καταστάσεων και ένα εξόχως διαυγές στυλ γραφής.

Συνέγραψε μια εικοσάδα βιβλίων  ̶ ανάμεσά τους το κλασικό πλέον Κοινή Γνώμη (Αθήνα: Κάλβος, 1988 [1922]), και το The Cold War (1947), το οποίο διέδωσε τον όρο «ψυχρός πόλεμος» που εισήγαγε ο σύμβουλος του Τρούμαν και φίλος του Bernard Baruch ̶  πολλά από τα οποία έγιναν μπεστ-σέλερς. Γνώρισε προσωπικά τον Φρόυντ, για τον οποίο θα γράψει ότι εντυπωσιάστηκε «από τη διαύγεια, τη σταθερότητα και τη λάμψη του πνεύματος του», και του οποίου η επιρροή  θα αποτυπωθεί στο πρώτο βιβλίο του Preface to Politics (1913). Εκδοτική αποτυχία, το τελευταίο βιβλίο του Essays in the Public Philosophy (1955) επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα ποια θα πρέπει να είναι η ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και δημοκρατίας πριν αλληλοκαταστραφούν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ζητήματα ηθικής, και ειδικότερα ο ηθικός σχετικισμός, απασχολούσαν τον Λίπμαν.

Ο Μεγάλος Πόλεμος μετά από την πιο μακρά ειρηνική περίοδο στη Γηραιά Ήπειρο  ̶ το αιφνίδιο χάσμα σε έναν ομαλό δρόμο, θα πει η Βιρτζίνια Γουλφ ̶  εξαέρωσε την υποτιθέμενη αδιασάλευτη πίστη στις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όταν ο Τ. Σ. Έλιοτ αμφιβάλλει αν «ο πολιτισμός μπορεί να επιβιώσει δίχως θρησκεία, και η θρησκεία δίχως εκκλησία», ο Λίπμαν αντιθέτως αναρωτιέται κατά πόσον η μεν εκκλησία είναι βιώσιμος θεσμός, η δε θρησκεία αξιόπιστο δόγμα. Στο πολυδιαβασμένο A Preface to Morals (New York: Macmillan, 1929: 12, 21), που κυκλοφόρησε έξι μήνες πριν την κατάρρευση της Wall Street, ακριβώς δηλαδή στην κορύφωση των «τρελών χρόνων», διαβάζουμε:

Τούτη είναι η πρώτη εποχή, πιστεύω, στην ανθρώπινη ιστορία που οι περιστάσεις της ζωής συνωμότησαν με τις διανοητικές συνήθειες των καιρών για να καταστήσουν κάθε πάγια και έγκυρη πίστη αναξιόπιστη σε μεγάλες μάζες ανθρώπων. Η αθρησκεία του σύγχρονου κόσμου είναι ριζική σε βαθμό για τον οποίο δεν υπάρχει, νομίζω, αντίστοιχος… Δεν εννοώ ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι έπαψαν να πιστεύουν στον Θεό. Δεν εννοώ ότι δεν πιστεύουν πλέον σε Αυτόν απλά και κυριολεκτικά. Εννοώ ότι όρισαν και ξαναόρισαν τις ιδέες τους γι’ Αυτόν έως το σημείο που να μην μπορούν πλέον να πουν εντίμως ότι Αυτός υπάρχει…

«Η διάλυση της προγονικής τάξεως» οφείλεται συνεπώς στην αποδιάρθρωση της προδιάθεσης να πιστεύει κανείς σε παραδοσιακές αξίες. Οι άνθρωποι, όμως, χρειάζονται κάτι να πιστεύουν και μια εξουσία με κύρος να τους κατευθύνει. Όταν λείπουν αμφότερα, ο μπολσεβικισμός ή ο φασισμός γίνονται ελκυστικοί.

Κρίση του φιλελευθερισμού

Βυθισμένες «μες στην μεταπολεμική ασυναρτησία» (Γιώργος Θεοτοκάς), οι δυτικές κοινωνίες παρακολουθούσαν με ανάμικτα αισθήματα την επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης, τη φασιστική δικτατορία του Μουσολίνι και την επέλαση των ναζιστικών ορδών προς την εξουσία. Οι φιλελεύθεροι γνώριζαν ότι η υπέρτατη απειλή εναντίον της ελεύθερης κοινωνίας είναι ο τρίμορφος κολεκτιβισμός (σοβιετικός, εθνικοσοσιαλιστικός, φασιστικός). Το αδιέξοδό τους, όμως, είναι έκδηλο, δεδομένου ότι χρεώνονται το laissez-faire, του οποίου η εμφανής από τις αρχές του αιώνα απαξίωση κορυφώνεται μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του 1929 και το ξέσπασμα της Μεγάλης Κρίσης. Τη δεκαετία του ’30, ο φιλελευθερισμός θεωρείται υπεύθυνος για την ύφεση. ο πεφυσιωμένος Μουσολίνι διαβεβαιώνει ότι «τώρα ο φιλελευθερισμός βρίσκεται στο σημείο να κλείσει τις πόρτες του ερειπωμένου ναού του». και η αναφορά σε αυτόν γίνεται συχνά σε παρελθοντολογικούς χρόνους.

Φυσικά, δεν έμειναν όλοι με σταυρωμένα τα χέρια. Πολιτικοί και διανοούμενοι (Τόμας Γκρην, Λέοναρντ Χομπχάουζ, Τζων Χόμπσον) είχαν αρχίσει να παίρνουν τις αποστάσεις τους από τη λεγόμενη Σχολή του Μάντσεστερ και το ιδεώδες του «κράτους-νυχτοφύλακα», και μιλούσαν ανοικτά για την ανάγκη ενός «νέου φιλελευθερισμού», και μάλιστα ενός «κοινωνικού φιλελευθερισμού». Παρά ταύτα δεν μπόρεσαν ούτε να αναστρέψουν την καθοδική πορεία του φιλελευθερισμού ούτε να πείσουν ακόμη και πολλούς που βρίσκονταν κοντά τους. Ο Λούντβιχ φον Μίζες θα τους αρνηθεί τον τίτλο του φιλελεύθερου και θα τους χαρακτηρίσει «μετριοπαθείς σοσιαλιστές», και λίγα χρόνια αργότερα ο Χάγιεκ θα γράψει ότι το βιβλίο Φιλελευθερισμός του Χομπχάουζ θα έπρεπε να είχε τιτλοφορηθεί Σοσιαλισμός.

Η κατάσταση είναι, πάντως, σαφής για όποιον δεν θέλει να κλείσει τα μάτια του. «Χρειαζόμαστε ένα νέο σύνολο πεποιθήσεων που θα ξεφυτρώσουν από ειλικρινή εξέταση των εσωτερικών μας αισθημάτων σε σχέση με τα εξωτερικά γεγονότα». Με τούτα τα λόγια, ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς κλείνει τη διάλεξή του Το Τέλος του laissez-faire το φθινόπωρο του 1924. Όσον αφορά τις γενικές αρχές επί των οποίων εδράστηκε το laissez-faire, δεν αληθεύει, ισχυρίζεται, ότι τα άτομα διαθέτουν μια «φυσική ελευθερία» στις οικονομικές τους δραστηριότητες. «Δεν απορρέει από τις Αρχές της Οικονομίας ότι το πεφωτισμένο ίδιον συμφέρον λειτουργεί πάντοτε προς το δημόσιο συμφέρον. Ούτε αληθεύει ότι το ίδιον συμφέρον γενικώς είναι πεφωτισμένο». Τα μεγαλύτερα κακά του καιρού μας (και η ανεργία είναι ένα εξ αυτών) απορρέουν από τον κίνδυνο, την αβεβαιότητα και την άγνοια  ̶ επιχείρημα που θα έχει κεντρική θέση στη Γενική Θεωρία του. Ως εκ τούτων και άλλων, επιβάλλεται να επιδιώξουμε «τον διαχωρισμό εκείνων των υπηρεσιών που είναι τεχνικά κοινωνικές από εκείνες που είναι τεχνικά ατομικές. Συνεπώς, «[το] σημαντικό πράγμα για το Κράτος δεν είναι να κάνει ό,τι ήδη κάνουν τα άτομα, και να τα κάνει λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα. αλλά να κάνει όσα τώρα δεν γίνονται καθόλου».

Όταν ο Κέυνς εκφωνεί τον επικήδειο του laissez-faire, ο φον Μίζες έχει ήδη επιλέξει ως απόλυτο στόχο τον νεογέννητο σοβιετικό μπολσεβικισμό και ειδικότερα τον (σοσιαλιστικό) κεντρικό προγραμματισμό. Το επιχείρημά του είναι ότι οι μπολσεβίκοι δεν έχουν συναίσθηση του τι πάνε να κάνουν, και ότι το σχέδιό τους είναι αδύνατον να υλοποιηθεί: «Στη Νεφελοκοκκυγία της φαντασίας τους, ψητά περιστέρια θα πετούν κατά κάποιο τρόπο στα στόματα των συντρόφων, αλλά παραλείπουν να δείξουν πώς θα συμβαίνει τούτο το θαύμα».[6] Στην πολεμική του φον Μίζες εναντίον της εφικτότητας του «σοσιαλιστικού λογισμού», ο Χάγιεκ θα προσθέσει πολύ αργότερα νέα επιχειρήματα, τα οποία εδράζονται στις απόψεις του για τον κατακερματισμό της γνώσης και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων κοινωνιών.

Με τον ιταλικό φασισμό τα πράγματα ήσαν πιο σύνθετα. Κατά τον Ζέεβ Στέρνχελ, ο Μουσολίνι και οι συνοδοιπόροι του μετά τον πόλεμο ήσαν πεπεισμένοι ότι ο εθνικός συνδικαλισμός που είχαν επινοήσει πρόσφερε τον πολυπόθητο «τρίτο δρόμο» (la terza via) μεταξύ ενός χρεωκοπημένου μαρξισμού και ενός φιλελευθερισμού του οποίου τα ηθικά και πολιτικά μειονεκτήματα δεν χρειάζονταν πλέον αποδείξεις, κοντολογίς έναν «ούτε δεξιό ούτε αριστερό» κορπορατισμό.[7]

Αυτές οι απόψεις δεν έμειναν εντός των ιταλικών συνόρων. Η καταρχάς θετική αντιμετώπιση του φασιστικού κορπορατισμού, παρά την κατάλυση της δημοκρατίας, απέρρεε και από τη σύγχυση της εποχής. Τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ ο μουσολινισμός άσκησε μιαν έλξη στις ελίτ, η οποία δεν άφησε ασυγκίνητους και έλληνες διανοητές. Όχι όμως και τον Λίπμαν, ο οποίος ουδέποτε υπέκυψε στη γοητεία του. Απεναντίας, επετέθη με σφοδρότητα  στον ιταλικό φασισμό, και ο Μουσολίνι απέτυχε παταγωδώς να τον δελεάσει παρά τις προσπάθειές του. Στην πιο ακραία μορφή της, αυτή η υποστήριξη εκφράστηκε από τον φον Μίζες το 1927: «ο Φασισμός και παρόμοια κινήματα που αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση δικτατοριών… έσωσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό», έστω κι αν σπεύδει να συμπληρώσει ότι ο «φασισμός ήταν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και θα ήταν σφάλμα να τον δούμε σαν κάτι περισσότερο.[8] Ούτε η Αριστερά έμεινε απρόσβλητη από τον μουσολινικό ιό. Το 1932, ο σοσιαλιστής συγγραφέας Χ. Τζ. Γουέλς απηύθυνε κάλεσμα για έναν «φιλελεύθερο φασισμό» και «φωτισμένους Ναζί», και έναν χρόνο μετά στο περιοδικό The Nation δημοσιεύθηκε κύριο άρθρο με τίτλο «Αναζητείται ένας Μουσολίνι».

Αφετηρία όσων αντιδρούσαν στις ζοφερές αυτές απειλές υπήρξε η πεποίθηση ότι το «παλιό», που οδήγησε στην κρίση, δεν μπορεί να τη θεραπεύσει και άρα χρειάζονται νέες ιδέες, στις οποίες βεβαίως δεν περιλαμβανόταν ο οιασδήποτε μορφής κολεκτιβισμός. Εξ ου και η άνθηση προτάσεων στις οποίες είτε προστίθεται το πρόθεμα νεο- (νεοσοσιαλισμός, νεοσυνδικαλισμός, νεοριζοσπαστισμός, νεοκαπιταλισμός, νεοκρατισμός). είτε συνδυάζονται ρεύματα σκέψης σε μια προσπάθεια σύνθεσης των καλύτερων στοιχείων τους ή προστίθενται επιθετικοί προσδιορισμοί για να επισημανθεί η σημασιολογική αλλαγή των ουσιαστικών (φιλελεύθερος σοσιαλισμός, εποικοδομητικός φιλελευθερισμός, κοινωνικός φιλελευθερισμός).

Μέσα σε τούτο το κλίμα και έχοντας πίσω του ήδη τις πρώτες απόπειρες ονοματοθεσίας, ο «νεοφιλελευθερισμός» βρισκόταν στον αέρα και ήταν ζήτημα χρόνου η επινόηση του όρου.[9] Δεν υπάρχει συμφωνία ποιος ήταν ο πρώτος που τον χρησιμοποίησε. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τον επινόησε ο Γερμανός οικονομολόγος Αλεξάντερ Ροστόου στις αρχές του ‘30, άλλοι ο ουγγρικής καταγωγής ελβετός οικονομολόγος Hans Honegger. Το βέβαιο είναι ότι τη δεκαετία του ’30 υιοθετείται από διάφορους συγγραφείς, και το 1939 δημοσιεύεται το πρώτο βιβλίο με τον νεοφιλελευθερισμό στον τίτλο του από τον Γάλλο Gaétan Pirou. Πριν απ’ όλα, όμως, χρειαζόταν ένα συνεκτικό σύνολο ιδεών που θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για παραγωγική συζήτηση και περαιτέρω επεξεργασία. Αυτό ακριβώς προσκόμισε ο Λίπμαν με την Καλή Κοινωνία.

Η Καλή Κοινωνία

Γραμμένη εν μέρει ως σειρά άρθρων στην Atlantic Monthly τα οποία ο Λίπμαν επεξεργάστηκε εκ νέου, και με συνεχείς ανατυπώσεις τους επόμενους μήνες, η Καλή Κοινωνία συντάραξε τους διάσπαρτους φιλελεύθερους. Σε επιστολή του προς τον Λίπμαν, ο Χάγιεκ θα αναγνωρίσει ότι Το Σύνταγμα της Ελευθερίας ήταν το τελικό αποτέλεσμα μιας «τάσης για την οποία θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ξεκίνησε πριν από είκοσι δύο έτη όταν διάβασα την Καλή Κοινωνία», και στην οποία παραπέμπει δύο φορές (σ. 594 και 644).

Διαβάζοντας την πρώτη κιόλας σελίδα, σημερινοί αναγνώστες εμποτισμένοι με στερεότυπα δεκαετιών μένουν άναυδοι. Ο Λίπμαν αναγνωρίζει τις επιδράσεις του από τους καθηγητές φον Μίζες και Χάγιεκ «των οποίων η κριτική της σχεδιασμένης οικονομίας ανέδειξε μια νέα κατανόηση στο συνολικό πρόβλημα του κολεκτιβισμού», αλλά ταυτόχρονα και την επιρροή τού Κέυνς που έδειξε ότι «η σύγχρονη οικονομία μπορεί να ρυθμίζεται δίχως δικτατορία». (ΗΚΚ: vii-viii)

Ο Λίπμαν ξεκινά από τη διαπίστωση ενός μεγάλου σχίσματος στον σύγχρονο κόσμο: «αυτοί που ψάχνουν να βελτιώσουν το πεπρωμένο των ανθρώπων πιστεύουν ότι πρέπει να ακυρώσουν το έργο των προηγουμένων τους», με αποτέλεσμα εκείνοι που επιζητούν πίστη και υποταγή να εχθρεύονται όσους παλεύουν για την ελευθερία». (ΗΚΚ: x) Επειδή η βία είναι μεν αποτελεσματική για κάποιο διάστημα αλλά όχι εσαεί, οι θεωρητικοί των κολεκτιβιστικών συστημάτων (φασισμός, εθνικοσοσιαλισμός, κομμουνισμός), επικαλούμενοι το χάος και τη σύγχυση που προκαλούν τα ελεύθερα καθεστώτα, υποστηρίζουν ομοθυμαδόν ότι θα πρέπει να εξαλειφθούν οι αλληλοεπιδράσεις των ιδιωτικών συμφερόντων. «Οι κολεκτιβιστές είναι βαθιά μονιστές στην αντίληψή τους, επειδή αντιμετωπίζουν την ποικιλία και τον ανταγωνισμό ως κακό». (ΗΚΚ: 56) Ειδικά στα κομμουνιστικά καθεστώτα, οι κομισάριοι αντικαθιστούν τους καπιταλιστές και μολονότι δεν έχουν ίδια εισοδήματα και πολυτέλειες «έχουν όλα όσα θα μπορούσαν να δελεάσουν τον λιγότερο ευνοημένο να τους φθονεί, να τους αμφισβητεί, και να πασχίζει να τους αντικαταστήσει». (ΗΚΚ: 83) Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά πλέον αρχίζουν να αποσαφηνίζονται στο μυαλό των ανθρώπων, διότι

[η] γενιά στην οποία ανήκουμε μαθαίνει τώρα από πρώτο χέρι τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι ενδίδουν από την ελευθερία σε μια καταπιεστική οργάνωση των υποθέσεων τους. Μολονότι υπόσχονται στον εαυτό τους μια ζωή μεγαλύτερης αφθονίας, στην πράξη αναγκάζονται να την απαρνηθούν. καθώς αυξάνεται η οργανωμένη καθοδήγηση, η ποικιλία των σκοπών δίνει αναγκαστικά τη θέση της στην ομοιομορφία. Αυτή είναι η νέμεση της σχεδιασμένης κοινωνίας και της αρχής του αυταρχισμού στις ανθρώπινες κοινωνίες. (ΗΚΚ: 37)[10]

Παρά ταύτα, θα πρέπει να υπάρχει εξήγηση γιατί ο κολεκτιβισμός και ο ολοκληρωτισμός φαίνονται τόσο θελκτικοί. Και όντως υπάρχει. Είναι ο επιστημονικός, κοινωνικός, και ηθικός όλεθρος του laissez-faire.

Μολονότι γνώριζαν ότι η επιστήμη προόδευσε μόνον όταν επεβλήθη το ηλιοκεντρικό σύστημα, οι τελευταίοι φιλελεύθεροι συμπεριφέρθηκαν όπως εκείνοι οι αστρονόμοι που πίστευαν ότι η γη είναι το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος, και πρόσθεταν επικύκλους για να ερμηνεύσουν τα νέα δεδομένα. Έσφαλλαν διότι ήσαν πεπεισμένοι ότι «υπήρχε μια επικράτεια της ελευθερίας εντός της οποίας λειτουργεί η οικονομία της ανταλλαγής, και από την άλλη ένα βασίλειο του δικαίου εντός του οποίου το κράτος ασκεί τη δικαιοδοσία του». (ΗΚΚ: 191)

Οι συνέπειες αυτών των σφαλμάτων υπήρξαν καταστροφικές στο κοινωνικό επίπεδο. Οι φιλελεύθεροι κατάντησαν απολογητές κάθε κατάχρησης και αθλιότητας, και επειδή είχαν αποδεχθεί μια θεόσταλτη φυσική τάξη και όχι την ύπαρξη νόμων, το μόνο που δίδασκαν ήταν η χαρούμενη αποδοχή της καθεστηκυίας τάξεως ή η στωική εγκαρτέρηση. «Στην πραγματικότητα, υπερασπίζονταν ένα νομικό σύστημα συντιθέμενο από νομικά λείψανα του παρελθόντος και ιδιωφελείς καινοτομίες που εισήγαγαν οι πετυχημένες και ισχυρές τάξεις της κοινωνίας». (ΗΚΚ: 191) Ο ηθικός εκφυλισμός που ακολούθησε δεν είναι δυσεξήγητος.

Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ως άνθρωποι [οι φιλελεύθεροι] ήσαν ιδιόμορφα ανεπαρκείς όσον αφορά την ευαισθησία ή το αίσθημα της δικαιοσύνης. Πορεύονταν, όμως, σε μια δογματική, αδιέξοδη αλέα στην οποία τα δόγματά τους τούς εμπόδιζαν να εμπιστευθούν τις συμπάθειές τους ή να καλλιεργήσουν την έννοια ότι η τύχη του ανθρώπου θα μπορούσε να βελτιωθεί. Και πρέπει να αποδεχθούμε πως όταν ο φιλελευθερισμός παγιώθηκε στα σφάλματά του, προσέλκυσε έναν υπερβολικό αριθμό αριβιστών και καιροσκόπων, και απώθησε τους γενναιόδωρους, τους γενναίους, και τους οξυδερκείς. (ΗΚΚ: 203)

Έτσι επήλθε το μεγάλο σχίσμα. Στην πανωλεθρία της φιλελεύθερης σκέψης πρέπει να αναγάγουμε το ηθικό σχίσμα του σύγχρονου κόσμου που «τόσο τραγικά διαιρεί φωτισμένους ανθρώπους». (ΗΚΚ: 204) Από τη μια, βρίσκονται οι φιλελεύθεροι που ερμήνευσαν ορθά τις απαιτήσεις της βιομηχανικής επανάστασης, αλλά απέτυχαν να αναπτύξουν μιαν ικανοποιητική κοινωνική φιλοσοφία. Από την άλλη, οι κολεκτιβιστές διαπνέονται από συμπάθεια προς τον φτωχό και φλογερή αίσθηση της αδικίας, αλλά η επιστήμη τους εδράζεται σε βαθιά παρανόηση όσον αφορά τα θεμέλια των σύγχρονων κοινωνιών (ΗΚΚ: 204). Εσφαλμένα τίθεται το δίλημμα στους ανθρώπους να διαλέξουν ανάμεσα στους φιλελεύθερους που ακινητοποιήθηκαν μεν αλλά βρίσκονται στον ορθό δρόμο. και τους κολεκτιβιστές οι οποίοι κινούνται πυρετωδώς σε λάθος δρόμο που οδηγεί στον γκρεμό της τυραννίας, της δυστυχίας και του πολέμου.

Προκειμένου να άρει αυτό το σχίσμα, ο Λίπμαν δεν ψάχνει έναν τρίτο δρόμο μεταξύ φιλελευθερισμού και κολεκτιβισμού.[11] Ο φιλελευθερισμός βρίσκεται σε ευθεία αντιστοιχία με την πεμπτουσία της βιομηχανικής επανάστασης και τον εξ αυτής απορρέοντα καταμερισμό της εργασίας. Απεναντίας, ο κολεκτιβισμός είναι «αντιδραστικός με την κυριολεκτική σημασία του όρου» (ΗΚΚ: 205), διότι η άρση της βιομηχανικής επανάστασης δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή.

Ωστόσο, ο φιλελευθερισμός από φιλοσοφία που κριτίκαρε το στάτους κβο και επεδίωκε να προσαρμόσει την κοινωνική τάξη στις ανάγκες της νέας βιομηχανικής επανάστασης κατέληξε στην άποψη, ιδίως στα ύστερα γραπτά του Χέρμπερτ Σπένσερ, ότι τίποτε δεν πρέπει να θίξει την καθεστηκυία τάξη. Η έκλειψη του φιλελευθερισμού, συνεπώς, οφείλεται σε σφάλματα που εμπόδιζαν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και στους φονταμενταλιστές του laissez-faire. Το παιχνίδι θα χανόταν ούτως ή άλλως, διότι

[ήταν] μάταιο να λες στα θύματα ότι συνολικά, αφηρημένα, και μακροπρόθεσμα, όλα γίνονταν για το άριστο στον άριστο όλων των δυνατών κόσμων. Ήταν ανόητο να λες στα θύματα ότι δεν θα μπορούσε να τους δοθεί ούτε βοήθεια ούτε μεταρρύθμιση, και ότι ουδείς τα χρειαζόταν. και ότι το σύστημα ήταν δίκαιο, έστω και αν τους φαινόταν άδικο. (ΗΚΚ: 208)

Τι θα πρέπει να γίνει, λοιπόν; Πρέπει να μεταρρυθμιστεί μαζικά η ισχύουσα διανομή των εισοδημάτων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στοχεύουν «στην πηγή των μεγάλων εισοδημάτων που προέρχονται από διάφορους τύπους μονοπωλίων, από αποκλειστικά δικαιώματα στη γη και τους φυσικούς πόρους, από κακές αγορές στις οποίες ο αδαής και ο αβοήθητος μειονεκτούν». Γιατί; Διότι τα εξ αυτών παραγόμενα εισοδήματα οφείλονται στην ανισότητα των ευκαιριών, είναι παρασιτικά και δεν θα υπήρχαν σε ελεύθερες και αποτελεσματικές αγορές (ΗΚΚ: 226-227).

Το γενικό αυτό πλαίσιο καθορίζει τις δημόσιες πολιτικές: κοινωνική ασφάλιση, μικρότερες επιχειρήσεις, δημόσιες επενδύσεις στην παιδεία και υγεία, χρήση των δημοσίων έργων και επενδύσεων για τον περιορισμό της ανεργίας, διασφάλιση της εθνικής κληρονομιάς (διατήρηση του εδάφους και των φυσικών πόρων), τελειοποίηση των αγορών οργανώνοντας υπηρεσίες ενημέρωσης και ελέγχου, ασφάλιση και αποζημίωση έναντι των κινδύνων και των απωλειών που οφείλονται στους τεχνολογικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς. Θυμίζοντας τα λόγια του Έντμουντ Μπερκ ότι μια κοινωνία αποτελείται από τους νεκρούς, τους ζωντανούς και όσους δεν έχουν γεννηθεί ακόμη, ισχυρίζεται ότι «όπως οι ζωντανοί κληρονόμησαν από τους προγόνους τους την εθνική κληρονομιά, παρομοίως οφείλουν να τη μεταβιβάσουν στους επιγενόμενους. Συνεπώς, πρέπει να επενδύουν μέρος του τρέχοντος εισοδήματος στη θεμελίωση της κοινωνικής οικονομίας».

Παραπέμποντας στη Γενική Θεωρία του Κέυνς, ο Λίπμαν επιτίθεται ανηλεώς στους ραντιέρηδες, διότι σε μια πλούσια κοινωνία η ψυχολογία του ραντιέρη τείνει να υποσκελίσει την επιχειρηματική ψυχολογία (ΗΚΚ: 229). Στις σημερινές κοινωνίες, επειδή ένα αυξανόμενο τμήμα των μεγάλων εισοδημάτων δεν κερδίζεται, οι κοινωφελείς υπηρεσίες μπορούν να χρηματοδοτηθούν επιβάλλοντας προοδευτική φορολόγηση στα πιο μεγάλα εισοδήματα.

Η εκτροπή της υπερβολικής αποταμίευσης από το κομπόδεμα του πλουσίου και η επιστροφή της στο όργωμα για τη βελτίωση της ποιότητας των ανθρώπων και των περιουσιών τους απαιτούνται, συνεπώς, όχι μόνον από το απροσμέτρητο εθνικό συμφέρον, όχι μόνον ως μέσο κατευνασμού της δυσαρέσκειας, όχι μόνον ως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και ως απαίτηση για τη διατήρηση της ισορροπίας αυτής της ίδιας της οικονομίας των ανταλλαγών. (ΗΚΚ: 230)

Αυτή είναι η αναγκαία φιλελεύθερη πολιτική και, με τον τρόπο που τίθεται, η διακήρυξη μιας μεγαλύτερης εξίσωσης των εισοδημάτων δεν μπορεί να προκαλέσει απέχθεια. Η εξίσωση των εισοδημάτων θα πρέπει να επηρεάζεται από μέτρα που προωθούν την αποτελεσματικότητα των αγορών ως ρυθμιστών του καταμερισμού της εργασίας, οι δε φόροι στον πλούτο δεν πρέπει να ξοδεύονται σε επιδόματα στον φτωχό, αλλά στη μεταρρύθμιση των συνθηκών που δημιουργούν τη φτώχεια (ΗΚΚ: 227-228).

Εν πάση περιπτώσει, είναι ουσιώδες να καταλάβουμε ότι οι ανθρώπινες δυνατότητες δεν είναι απεριόριστες. «Εάν οι άνθρωποι μπορούν να ταξιδεύουν ταχύτερα αλλά πρέπει να πάνε μακρύτερα, δεν θα φθάσουν έτσι νωρίτερα στον προορισμό τους». Γιατί; Διότι, ευρισκόμενοι ανάμεσα σε μεγαλύτερες πολυπλοκότητες από τη μια και εξοπλισμένοι με αποτελεσματικότερα εργαλεία από την άλλη, παραμένουν όντα με ικανότητες οξυδέρκειας και διορατικότητας που δεν αναπτύχθηκαν αισθητά στην καταγεγραμμένη ιστορία, και θα μπορούσαν να θεωρηθούν σταθερές σε οποιαδήποτε γενιά (ΗΚΚ: 27).

Η εν θερμώ αξιολόγηση ενός ρηξικέλευθου βιβλίου βασίζεται εν πολλοίς στην αδράνεια των ιδεών. Εξ ου, οι διθύραμβοι και οι επιθέσεις. Κάποιος έφθασε να το θεωρήσει ισάξιο με τα έργα των Άνταμ Σμιθ, Τζων Λοκ, Τζων Στιούαρτ Μιλ και Έντμουντ Μπερκ, άλλοι πικρόχολα επεσήμαναν ότι ο πλούσιος Λίπμαν είναι ο προφήτης των φίλων του που διαφεντεύουν τον πλανήτη. Η Αριστερά της εποχής ενοχλήθηκε από τον μανιχαϊσμό του Λίπμαν. Ο Τζων Ντιούι έγραψε ότι το βιβλίο ενθαρρύνει και πρακτικά υποστηρίζει τους αντιδραστικούς, εν μέρει διότι ταυτίζει «κάθε μορφή σοσιαλισμού και κολεκτιβισμού με τον κρατικό ή κυβερνητικό σοσιαλισμό», και ο Λιούις Μάμφορντ παρομοίως γκρίνιαξε για «την αλλόκοτη καταδίωξη της κολεκτιβιστικής αίρεσης» από τον συγγραφέα που αυθαίρετα καθόρισε ως δυνατές επιλογές την ελεύθερη οικονομία ή τον μιλιταριστικό κολεκτιβισμό. Οι θεμελιωτές της πρώτης (ή προπολεμικής) σχολής του Σικάγου Frank Knight και Henry Simons το εκθείασαν δημοσίως, αλλά ο δεύτερος ομολόγησε ιδιωτικά ότι ενοχλήθηκε από τις έστω λίγες αναφορές του Λίπμαν στον Κέυνς. Μεταξύ των πιο θερμών υποστηρικτών του βιβλίου ήταν ο Γάλλος φιλόσοφος Λουί Ρουζιέ στον οποίον οφείλεται η οργάνωση του Συμποσίου Λίπμαν.

Το Συμπόσιο Λίπμαν

Έναν χρόνο μετά τη δημοσίευσή της, η Καλή Κοινωνία μεταφράζεται στα γαλλικά, εκδίδεται από τις εκδόσεις La Librairie de Médicis, στις οποίες κυκλοφόρησαν τα σημαντικότερα βιβλία της εποχής για τον φιλελευθερισμό (φον Μίζες, Χάγιεκ, Ρόμπινς, Ρόπκε κ.ά.), και σημειώνει εκδοτική επιτυχία. Το βιβλίο προτάθηκε στον εκδοτικό οίκο από τον Λουί Ρουζιέ (1889-1982), καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μπεζανσόν και συγγραφέα του σχεδόν σύγχρονου και παρεμφερών με την Καλή Κοινωνία απόψεων βιβλίου Οι Οικονομικοί Μυστικισμοί (1938). Υποστηρικτής της αναλυτικής φιλοσοφίας και του νεοθετικισμού, ο Ρουζιέ βρισκόταν μάλλον στο περιθώριο της κοινότητας των Γάλλων φιλοσόφων, στους οποίους δέσποζε η σκέψη του Μπερξόν.

Μαθαίνοντας ότι ο Λίπμαν θα περνούσε από το Παρίσι, η πρώτη ιδέα του Ρουζιέ ήταν να οργανωθεί ένα δείπνο με τη συμμετοχή περιορισμένου αριθμού προσώπων. Ο Λίπμαν εξέφρασε επιφυλάξεις διότι στην αρχική λίστα είχαν συμπεριληφθεί ο Αντρέ Μωρουά που προλόγισε τη γαλλική έκδοση και ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ινδοκίνας Paul Baudouin, για τους οποίους κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχαν χρηματοδοτήσει φασιστικά κινήματα. Τελικώς, επικράτησε η σκέψη να οργανωθεί μια συνάντηση με περιορισμένο αριθμό συμμετεχόντων και την επόμενη χρονιά ένα διεθνές συνέδριο. Το συμπόσιο πραγματοποιήθηκε στο Διεθνές Ινστιτούτο Πνευματικής Συνεργασίας (τη μετέπειτα UNESKO) που υπαγόταν στην Κοινωνία των Εθνών, από 26 έως 30 Αυγούστου στο Παρίσι.[12] Στο συμπόσιο έλαβαν μέρος 26 άτομα, μερικοί από τους οποίους με λαμπρή μετέπειτα καριέρα, άλλοι οι οποίοι ξεχάστηκαν και πάντως άπαντες προσωπικότητες της εποχής.

Στη γαλλική ομάδα συμμετείχαν κορυφαία διευθυντικά στελέχη της βιομηχανίας, υψηλόβαθμα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, καθηγητές και διανοούμενοι, μεταξύ των οποίων o Jacques Rueff (οικονομικός σύμβουλος του Σαρλ ντε Γκωλ), ο Roger Auboin (Γενικός Διευθυντής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών), ο Robert Marjolin (πρώτος γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας που διαχειρίστηκε το Σχέδιο Μάρσαλ και εξελίχθηκε στον ΟΟΣΑ), και ο νέος τότε Ραϋμόν Αρόν. Στους προερχόμενους από τη βιομηχανία υπήρχαν κάποιοι ακροδεξιοί, κυρίως όμως παραδοσιακοί συντηρητικοί που υποστήριζαν τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό», ορισμένοι μάλιστα είχαν εκφραστεί θετικά για μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα που είχε θεσπίσει το Λαϊκό Μέτωπο.

Ήταν μια διεθνής συνάντηση με πολλούς μετανάστες: οι Αυστριακοί Λούντβιχ φον Μίζες (Γενεύη), Φρίντριχ Χάγιεκ (Λονδίνο) και ο ειδικός σε θέματα στρατηγικής Stephan Possony (Πράγα), με βαρύνοντα ρόλο στον λεγόμενο Πόλεμο των Άστρων επί Προεδρίας Ρόναλντ Ρήγκαν. οι Γερμανοί Βίλχελμ Ρόπκε (Γενεύη) και Αλεξάντερ Ροστόου (Κωνσταντινούπολη), αρχιτέκτονες της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς στη μεταπολεμική Γερμανία. και ο Ούγγρος χημικός και κοινωνικός επιστήμονας, αδελφός του Καρλ Πολάνυι, Μίκαελ Πολάνυι (Λονδίνο). Προσκλήθηκαν επίσης αλλά δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν: ο θεμελιωτής του ορντοφιλελευθερισμού Βάλτερ Όικεν που τον εμπόδισαν οι ναζί να συμμετάσχει, ο ισπανός φιλόσοφος Ορτέγκα Υ Γκασέτ, ο Ολλανδός καθηγητής Ιστορίας και αντιφασίστας Γιόχαν Χουιζίνγκα, και οι Ιταλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί και αντιστασιακοί Φραντζέσκο Νίττι, πρώην υπουργός και πρωθυπουργός, και o Λουίτζι Εϊνάουντι, μεταπολεμικός πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Δεν ξέρω αν είχε προσκληθεί ή όχι κάποιος από τους γνωστούς οικονομολόγους της πρώτης σχολής του Σικάγου.

Η πρώτη μέρα του Συμποσίου περιελάμβανε τις ομιλίες των Λίπμαν και Ρουζιέ, στις οποίες αμφότεροι τόνισαν την ανάγκη ρήξης με τον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα. Καθιστώντας σαφές ότι θα πρέπει να δοθεί τριπλή μάχη εναντίον του κομμουνισμού, εθνικοσοσιαλισμού και του φασισμού, ο Λίπμαν προειδοποίησε ότι «θα χάσουμε τον χρόνο μας αν φανταζόμαστε ότι η υπεράσπιση της υπόθεσης της ελευθερίας ισοδυναμεί με την ελπίδα ότι η ανθρωπότητα θα επανέλθει αφελώς και ανεπιφύλακτα στον προπολεμικό φιλελευθερισμό».

Από τη μεριά του, ο Ρουζιέ οριοθέτησε τις απόψεις χρησιμοποιώντας τη μεταφορά του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.[13]

Το να είσαι φιλελεύθερος, δεν είναι, όπως ο ‘μαντζεστεριανός’, να αφήνεις τα αυτοκίνητα να κυκλοφορούν κατά βούληση προς όλες τις κατευθύνσεις, από το οποίο θα προκαλούνταν συνεχή μποτιλιαρίσματα και ατυχήματα. δεν είναι, όπως ο κεντρικός σχεδιαστής (planiste), να καθορίζεις για κάθε αυτοκίνητο την ώρα εξόδου και το δρομολόγιο του. είναι να επιβάλλεις έναν Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, αποδεχόμενος ότι δεν θα είναι αναγκαστικά ίδιος στην εποχή των γρήγορων μεταφορών και στην εποχή των αμαξών.

Αυτή, όμως, ήταν η μία από τις δύο τάσεις. Κατά τον Αλεξάντερ Ροστόου:

Είναι αναντίρρητο ότι εδώ, στον κύκλο μας, παρουσιάστηκαν δύο διαφορετικές απόψεις. Εκείνοι που δεν βρίσκουν τίποτα ουσιαστικό να υποβληθεί σε κριτική ή να αλλάξει στον παραδοσιακό φιλελευθερισμό… Εμείς, οι άλλοι, που αναζητούμε την ευθύνη της παρακμής του φιλελευθερισμού στον ίδιο τον φιλελευθερισμό και, συνεπώς, αναζητούμε τη λύση σε μια θεμελιώδη ανανέωση του φιλελευθερισμού.

Στην πρώτη ομάδα συγκαταλέγονταν οι Louis Baudin (καθηγητής οικονομικών στη Νομική σχολή του Παρισιού), Jacques Rueff, Λούντβιχ φον Μίζες και Φρίντριχ Χάγιεκ, ενώ στη δεύτερη οι Γουόλτερ Λίπμαν, Λουί Ρουζιέ, Auguste Detoeuf και Louis Marlio (πρόεδροι μεγάλων εταιρειών), Βίλχελμ Ρόπκε και Αλεξάντερ Ροστόου. Φυσικά, στο εσωτερικό των δύο αυτών τάσεων υπήρχαν επίσης ελάσσονες διαφορές.

Στην πρώτη τάση κυριαρχούσε ο φον Μίζες, του οποίου η ιδεολογική ακαμψία δεν ήταν άγνωστη. Ούτε ήταν από τους πιο εύκολους χαρακτήρες του κόσμου. Σύμφωνα με διήγηση του Φρίντμαν, σε μια από τις πρώτες συναντήσεις της MPS ο φον Μίζες έχασε την υπομονή του και στράφηκε μαινόμενος στην ομήγυρη κραυγάζοντας: «Είστε ένας εσμός σοσιαλιστών»! Στην άλλη τάση δέσποζαν οι ορντοφιλελεύθεροι Ροστόου και Ρόπκε. Η ακαδημαϊκή ευπρέπεια επιβάλλει κρησάρισμα των λέξεων σε δημόσιες παρεμβάσεις, αλλά ο Ροστόου μπορεί να γράψει αργότερα σε επιστολή του προς τον Ρόπκε ότι η θέση των φον Μίζες και Χάγιεκ είναι στο μουσείο, μέσα σε φορμόλη.

Η διαμάχη μεταξύ των δύο τάσεων υπήρξε έντονη. Τελική επιδίωξη ήταν να συνταχθεί μια Ατζέντα του Φιλελευθερισμού. Καθόλου εύκολη δουλειά. Δύο ήσαν τα μεγάλα αγκάθια: οι αιτίες της παρακμής του φιλελευθερισμού, και ο βαθμός παρέμβασης του κράτους στην οικονομία. Προκειμένου να αποφευχθεί η ρήξη, δεν υπήρξε αναφορά στο laissez-faire και το εύρος  του κρατικού παρεμβατισμού έμεινε ασαφές. Πάντως, ρητώς στο κείμενο αναφέρεται ότι ο μηχανισμός των τιμών που λειτουργεί σε ελεύθερες αγορές είναι η βασική ρυθμιστική αρχή του συστήματος. ότι ο προσδιορισμός του νομικού καθεστώτος συνιστά τη φιλελεύθερη μέθοδο του κοινωνικού ελέγχου, μέσω του οποίου θα θεραπεύονται ποικίλες στρεβλώσεις (μονοπώλια, συγκέντρωση επιχειρήσεων κ.λπ.). και ότι οι φιλελεύθερες αρχές δεν αποκλείουν την κατανομή μέρος του εθνικού εισοδήματος, που αφαιρείται μέσω φόρων από την ιδιωτική κατανάλωση, σε συλλογικά αγαθά (εθνική άμυνα, κοινωνικές ασφαλίσεις, κοινωνικές υπηρεσίες, εκπαίδευση, επιστημονική έρευνα). Κατόπιν τούτων το τελικό κείμενο ψηφίστηκε ομόφωνα.

Την επομένη, ο Ρουζιέ ανοίγει τις εργασίες φανερά ανακουφισμένος: «Η τελευταία συνεδρία σημαδεύτηκε από τη συμφωνία μας. Το σχίσμα που φοβόμουν ότι θα συμβεί μετασχηματίστηκε σε αρμονία. Μπορούμε, λοιπόν, να περάσουμε σε πρακτικές αποφάσεις». Δύο αποφάσεις ελήφθησαν ομόφωνα. Πρώτον, να δημιουργηθεί το Διεθνές Κέντρο Μελετών για την Ανανέωση του Φιλελευθερισμού (Centre international d’études pour la rénovation du libéralisme) με έδρα το Παρίσι. Μια επιτροπή αποτελούμενη από Γάλλους ορίζεται για τη διαμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας του. Επιπλέον επιφορτίζεται με το καθήκον να διαμορφώσει το πλαίσιο του γαλλικού τμήματος, ενώ στους Χάγιεκ, Ρόπκε και Λίπμαν ανατίθεται αντιστοίχως η ευθύνη να οργανώσουν το αγγλικό, ελβετικό και αμερικανικό τμήμα. Δεύτερον, συμφωνήθηκε να οργανωθεί διεθνές συνέδριο το ερχόμενο καλοκαίρι, το οποίο ουδέποτε πραγματοποιήθηκε λόγω του πολέμου.

Διάφορες ονομασίες έπεσαν στο τραπέζι: κοινωνιολογικός φιλελευθερισμός, ατομικισμός, θετικός φιλελευθερισμός, αριστερός φιλελευθερισμός. Ο όρος νεοφιλελευθερισμός επεκράτησε τουλάχιστον εν μέρει, με τη σαφή ερμηνεία ότι το πρόθεμα νεο- αναφέρεται στο γεγονός ότι το laissez-faire ξεπεράστηκε και απαιτείται συνεπώς μια νέα οικονομική πολιτική. Ο όρος άρχισε να διαδίδεται. Το 1946, στη συζήτησή του με τον Σαρτρ, ο τότε τροτσκιστής Πιέρ Ναβίλ λέει στην ενότητα «Υπαρξισμός και νεοφιλελευθερισμός»: «Αυτό που της δίνει, βέβαια, τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, είναι το γεγονός ότι η παγκόσμια κοινωνική κρίση δεν επιτρέπει πια την ύπαρξη του παλιού φιλελευθερισμού. απαιτεί έναν βασανισμένο, αγχώδη φιλελευθερισμό».[14]

Επίλογος

Την Άνοιξη του 1944, ο Χάγιεκ δημοσιεύει τον Δρόμο προς τη Δουλεία. Το βιβλίο είχε σχετικά περιορισμένη απήχηση στην Αγγλία, οφειλόμενη εν μέρει και στους περιορισμούς στη διάθεση του χαρτιού. Ύστερα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να βρεθεί εκδότης, εκδίδεται τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στις ΗΠΑ με αναπάντεχη επιτυχία. Τα πρώτα 2.000 αντίτυπα εξαντλούνται σε μια βδομάδα, ανατυπώνεται σε 5.000 και λίγο αργότερα σε άλλα 10.000.[15] Αναγνωρισμένη πλέον προσωπικότητα, ο Χάγιεκ ταξιδεύει με πλοίο την επόμενη Άνοιξη προς τις ΗΠΑ προκειμένου να δώσει διαλέξεις κυρίως σε ακαδημαϊκούς κύκλους. Ούτε που του περνούσε από το μυαλό ότι, ενόσω ταξίδευε, η φήμη του θα εκτοξευόταν στα ύψη. Πράγματι, εκείνες τις μέρες το περιοδικό Reader’s Digest δημοσίευσε μια σύνοψη του βιβλίου σε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Όταν, λοιπόν, πατάει το πόδι του στη Νέα Υόρκη είναι διασημότητα, οι αμερικανοί οικοδεσπότες έχουν αλλάξει το πρόγραμμά του, και έχουν προσθέσει ομιλίες του και σε ευρύτερα ακροατήρια.

Τα βιβλία επηρεάζουν μεν το ιδεοσύστημα των ατόμων, αλλά ούτε κινήματα δημιουργούν ούτε υπάρχει πολιτική επιρροή δίχως οργανώσεις και δίκτυα. Αυτό το γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον ο Χάγιεκ. Με το αυξημένο κύρος μιας διασημότητας, την εμπειρία και έναν αρχικό πυρήνα προσώπων από το Συμπόσιο Λίπμαν, οργανώνει μια κλειστή συνάντηση τον Απρίλιο του 1947, στο Mont Pèlerin κοντά στο Βεβέ της Ελβετίας, στην οποία παρευρέθησαν τελικώς τριάντα έξι από τους τριάντα εννέα προσκληθέντες. Άπαντες, πλην του μετέπειτα νομπελίστα οικονομολόγου Μωρίς Αλέ, υπογράφουν το Statement of aims και ιδρύουν τη Mont Pèlerin Society που θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διάδοση διεθνώς του νεοφιλελευθερισμού.

Δεκαπέντε από τους τριάντα εννέα προσκεκλημένους είχαν συμμετάσχει στο Συμπόσιο Λίπμαν. Ο Λίπμαν θα προσκληθεί αλλά δεν θα παραστεί, θα αδιαφορήσει έκτοτε παντελώς για τα πεπραγμένα της MPS και εντέλει θα διαγραφεί λόγω μη καταβολής της συνδρομής του. Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι της αποστασιοποίησής του. Εξαιτίας πιθανόν αυτής της στάσης του, εξοστρακίστηκε από την ιστορία της ελευθερίας των αγορών. Απεναντίας, η λήθη που περιέβαλε τον Λουί Ρουζιέ είναι εύκολα ερμηνεύσιμη. Ο Γάλλος φιλόσοφος είχε αναπτύξει σχέσεις με το καθεστώς του Βισύ τις οποίες μάλιστα δημοσιοποίησε. Το στίγμα του πεταινισμού, που τον έθεσε στο περιθώριο της γαλλικής πνευματικής ζωής μέχρι τον θάνατό του, απέτρεψε την πρόσκλησή του  ̶ ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα λόγω των έντονων αντιρρήσεων του Λάιονελ Ρόμπινς για όσα είχε γράψει εναντίον του Τσώρτσιλ. Θα γίνει δεκτός ως μέλος της MPS μόνο μετά από μια δεκαετία, δίχως αξιοσημείωτη συνεισφορά στο έργο της.

Ηλικίας ογδόντα ετών σήμερα, Η Καλή Κοινωνία επανεκδίδεται, διαβάζεται και σχολιάζεται. Ο εξοστρακισμός του συγγραφέα της έχει αρθεί. Ο Λίπμαν μαζί με σχεδόν όλους τους συμμετέχοντες στο συμπόσιο του Παρισιού έδωσαν διμέτωπο αγώνα υπέρ της ελευθερίας των αγορών και εναντίον του laissez-faire. Ο νεοφιλελευθερισμός τους ήταν φιλελευθερισμός, διότι αναγνώριζε ότι ο μηχανισμός των τιμών σε ελεύθερες αγορές διασφαλίζει τη βέλτιστη κατανομή των πόρων και την ικανοποίηση των ατομικών επιθυμιών που δεν τις καθορίζει καμιά κεντρική αρχή, άρα τελικώς την ατομική ελευθερία. Και ήταν νέος διότι, σε πλήρη ρήξη με τον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα, υποστήριζε ανεπιφύλακτα το παρεμβατικό κράτος και τις αναδιανεμητικές πολιτικές.

Εύλογα κάποιος θα αναρωτιόταν πόσο μακριά μας βρίσκονται όλα αυτά. Δύσκολη η απάντηση. Ένα πρώτο βήμα ίσως είναι να ξεκαθαρίσουμε αν είναι εγγύτερα σε εμάς οι οκτώ δεκαετίες που πέρασαν από τον μεσοπόλεμο ή οι τέσσερις που μας χωρίζουν από τούτο: «Ο Άνταμ Σμιθ υπήρξε ριζοσπάστης και επαναστάτης στην εποχή του  ̶ όπως ακριβώς όσοι εξ ημών κηρύσσουμε το laissez-faire στην εποχή μας». (Milton Friedman, «Adam Smith’s Relevance for 1976», Ομιλία στην MPS, 27.08.1976)

 

Σημειώσεις

[1] Τον νεοφιλελευθερισμό ως «ενιαία σκέψη» έκανε σημαία της η Monde Diplomatique (Ignacio Ramonet, «La pensée unique», Ιανουάριος 1995). Στις σελίδες φιλοξενήθηκε το οξύμωρο «ολοκληρωτικός φιλελευθερισμός» και ένα είδος «συνωμοσιολογικής κοινωνιολογίας» που καλλιέργησαν ο Πιέρ Μπουρντιέ στα πολεμικά του κείμενα, και κυρίως επίγονοί του (π.χ. ο Σερζ Χαλιμί).

[2] Michel Foucault, Naissance de la Biopolitique: Cours au Collège de France (1978-1979) (Paris: Gallimard-Seuil, 2004, ελληνική μετάφραση: Πλέθρον, 2012). Σχ. με το vitalpolitik βλ. σ. 153. Στην εκτενέστατη μελέτη του Penser le ‘Néolibéralisme’: Le moment neoliberal – Foucault et la crise du socialism (Paris: Le Bord de l’Eau, 2015), ο Serge Audier υποβάλλει σε κριτική τόσο τις απόψεις του Φουκώ όσο και τις ερμηνείες του έργου του από μελετητές που έχουν αναγάγει σε «λατρεία» τον Γάλλο φιλόσοφο. Πάντως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για απομαγνητοφωνημένα κείμενα, τα οποία ο Φουκώ ουδέποτε επεξεργάστηκε λόγω του θανάτου του το 1984. Εξ όσων γνωρίζω, στη χώρα μας μόνον ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος έχει αναφερθεί στο Συμπόσιο Λίπμαν («Το άλλοθι του ‘νεοφιλελευθερισμού’», European Business Review, 17.09.2014).

[3] Για πρόσφατες συνηγορίες αντιστοίχως υπέρ και κατά της χρήσης του όρου βλ. Philip Mirowski, «Defining Neoliberalism», in Philip Mirowski & Dieter Plehwe (eds.), The Road from Mont Pèlerin, και Bruce Caldwell, «The Chicago School, Hayek, and Neoliberalism», in Robert Van Horn, Philip Mirowski & Thomas A. Stapleford, Building Chicago Economics: New Perspectives on the History of America’s Most Powerful Economics Program (New York: Cambridge University Press, 2011).

[4] Βλ. Ronald Steel, Walter Lippmann and the American Century (Boston: Little, Brown, and Company, 1980). Βλ. επίσης Barry Riccio, Walter Lippmann: Odyssey of a Liberal (New Brunswick, N.J.: Transaction Press, 1994) και Robert O. Anthony & Tom Hyry, Guide to the Walter Lippmann Papers (New Haven: Yale University Library, 2013).

[5] Θεωρώντας αυτονόητο ότι ο Λίπμαν ήταν γνωστός στους δικαστές του, ο ποιητής Νίκος Σαραντάκος (1903-1977), απολογούμενος τον Απρίλιο 1947 για την ανυπόστατη κατηγορία ότι με την αρθρογραφία του υποκίνησε τη «στάση» στη Μυτιλήνη (1945), έγρα­ψε ότι οι κατήγοροί του «τον κολακεύουν τα μέγιστα αποδίδοντες εις αυτόν ικανότητας τας οποίας ούτε ο Περτινάξ [André Géraud] ή ο Ουώλτερ Λίπμαν δεν είχον ονειρευθεί». («Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης: Η βιοτεχνία πλαγγονιδίων», 16.06.2015, Ιστολόγιο: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία)

Πρόεδρος στη λεγόμενη Επιτροπή Λίπμαν, η οποία συστάθηκε κατόπιν πιέσεων των αμερικανών δημοσιογράφων προκειμένου να διερευνήσει τη δολοφονία του Τζωρτζ Πολκ (1948), ο Λίπμαν ανέθεσε στον πρώην διευθυντή της OSS (ο πρόδρομος της CIA) στρατηγό Γουίλλιαμ Ντόνοβαν τη σχετική διερεύνηση, και έκανε δεκτή την έκθεσή του που ταυτιζόταν πλήρως με την εκδοχή των ελληνικών αρχών περί κομμουνιστικής συνωμοσίας. Βλ. Heinz A. Richter, «Η δολοφονία του Τζωρτζ Πολκ», The Books Journal, 28, Φεβρουάριος, 2013. Η στάση του αυτή προκάλεσε την μήνιν του διάσημου επίσης δημοσιογράφου I. F. (Izzy) Stone (http://www.ifstone.org/index.php).

[6] Ludwig von Mises [1920], «Economic Calculation in the Socialist Commonwealth», in F. A. Hayek (ed.), Collectivist Economic Planning (London: Routledge & Kegan Paul Ltd, 1935: 88). Στους ισχυρισμούς των φον Μίζες και Χάγιεκ απάντησε ο λαμπρός πολωνός οικονομολόγος Oscar Lange («On the Economic Theory of Socialism», Review of Economic Studies, October 1936: 53-71 and February 1937: 123-142). «Επί πολλά έτη η γενική συμφωνία μεταξύ των οικονομολόγων ήταν ότι η διαμάχη για τον σοσιαλισμό της αγοράς τέλειωσε με ισοπαλία». Στα μεταπολεμικά χρόνια, ωστόσο, ο Oscar Lange κατά μιαν έννοια κέρδισε στα σημεία, διότι οι αντίπαλοί του ήσαν πλέον οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι που αποδέχθηκαν σημεία της κριτικής του, αλλά εντέλει έχασε τη μάχη όταν επεκράτησε η λεγόμενη νεοκλασική σύνθεση. Βλ. σχ. Bruce Caldwell (ed.), The Collected Works of F. A. Hayek. Volume 10, Socialism and War (Chicago: The University of Chicago Press, 1997: Introduction, 27-28).

[7] Zeev Sternhell, The Birth οf Fascist Ideology (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1994: 219-220). Για την ανάδυση, την επικράτηση και τις έως σήμερα επιπτώσεις του κορπορατισμού βλ. Edmund S. Phelps, Mass Flourishing: How Grassroots Innovation Created Jobs, Challenge, and Change (Princeton, NJ: Princeton University Press, 2013).

[8] Βλ. Liberalism in the Classic Tradition, Third edition (Irvington-on-Huson, NY: Foundation for Economic Education, 1985 [1927]: 51). Μπορεί να καταλογίσει κανείς τα πάντα στον φον Μίζες, που καταδιώχθηκε από τον Ναζισμό και λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, εκτός του ότι ήταν φασίστας. Πάντως, το επιχείρημά του ότι πρέπει να αναστέλλεται ενίοτε η ελευθερία προκειμένου να ζούμε σε ελεύθερη κοινωνία φαίνεται πως έχει διαχρονική ισχύ… Ο Χάγιεκ σε συνέντευξή του στη χιλιανή εφημερίδα El Mercurio (Κυριακή, 12.04.1981) υποστήριξε παρόμοιες απόψεις: «…ως μακροπρόθεσμος θεσμός, είμαι ολωσδιόλου εναντίον των δικτατοριών. Αλλά μια δικτατορία μπορεί να είναι αναγκαίο σύστημα για μια μεταβατική περίοδο… Προσωπικά προτιμώ έναν φιλελεύθερο δικτάτορα από μια δημοκρατική κυβέρνηση δίχως φιλελευθερισμό». Βλ. σχ. Bruce Caldwell and Leonidas Montes (2015), «Friedrich Hayek and his Visits to Chile», The Review of Austrian Economics, 28(3): 261-309. Οι επισκέψεις του Χάγιεκ και του Φρίντμαν στη Χιλή του Πινοσέτ στιγμάτισαν τους νεοφιλελεύθερους. Ακόμη κι αν δικαιολογηθούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το στίγμα παραμένει εξαιτίας του γεγονότος ότι η MPS πραγματοποίησε την περιφερειακή της συνάντηση του 1981 στη Viña del Mar της Χιλής.

[9] Ο Serge Audier, μεταφραστής της τελευταίας γαλλικής έκδοσης του βιβλίου του Κάρλο Ροσέλι Φιλελεύθερος Σοσιαλισμός (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2013), σημειώνει ότι στην έκδοση του 1930, ο συγγραφέας Stefan Priacel, μεταφράζοντας αρκετά ελεύθερα, απέδωσε με το «νεοφιλελευθερισμός» τη «μορφή ανανεωμένου φιλελευθερισμού» προς την οποία κατευθύνεται το σύνολο της ευρωπαϊκής, και όχι μόνο, σοσιαλδημοκρατίας (σ. 222 της ελληνικής έκδοσης).

[10] Στον Δρόμο προς τη Δουλεία (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2013: 81-82), ο Χάγιεκ αναπαράγει αυτή την περικοπή παραπέμποντας στην Atlantic Monthly, αλλά τα δύο κείμενα είναι πανομοιότυπα.

[11] Ο Λίπμαν αντιτάχθηκε σε διάφορες πρωτοβουλίες του Φράνκλιν Ρούσβελτ. Ωστόσο, θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί ότι αντιτίθετο στο New Deal, όπως έδειξε πειστικά ο Serge Audier στο o-libéralisme(s) – Une Archéologie Intellectuelle. Το New Deal και το παρεμβατικό κράτος δεσπόζουν στον προβληματισμό των νέων ελλήνων πολιτικών και διανοουμένων στον μεσοπόλεμο και μετά. Βλ. σχ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός Φιλελευθερισμός, Το Ριζοσπαστικό Ρεύμα, 1932-1979 (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2010).

[12] Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τα πρακτικά του συμποσίου που αναδημοσιεύονται στο Serge Audier, Le Colloque Lippmann: 407-495. Τα πρακτικά είναι ελλιπή, προειδοποιεί ο Ρουζιέ στο εισαγωγικό σημείωμα.

[13] Τη μεταφορά του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας επινόησε ο Λίπμαν (ΗΚΚ: 283-284), και θα τη δανειστεί και ο Χάγιεκ στον Δρόμο προς τη Δουλεία (σ. 144-145).

[14] Βλ. σχ. Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, μετάφραση: Κ. Σταματίου (Αθήνα: Εκδόσεις Αρσενίδη, χχ: 98).

[15] Για τη σημασία του βιβλίου, βλ. τα κείμενα των Π. Μασδραβέλη και Δ. Σκάλκου στο The Books Journal, 39, Ιανουάριος, 2014. Πιθανόν ισχύει, γράφει ο George Nash (The Conservative Intellectual Movement in America Since 1945, Thirtieth-Anniversary Edition, Wilmington, Del.: ISI Books, 2006: κεφ. 1), ότι έγιναν μαζικές παραγγελίες από επιμελητήρια και άλλους, αλλά και αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι το βιβλίο ανταποκρινόταν σε πραγματικές προσδοκίες. Ο Χάγιεκ δεν είναι εύκολος συγγραφέας, πράγμα που εξηγεί και τον περιορισμένο αριθμό πωλήσεων των επόμενων βιβλίων του. Υποκύπτω στον πειρασμό και αντιγράφω το φαρμακερό σχόλιο του Robert Solow στην κριτική του για το βιβλίο του Angus Burgin («Hayek, Friedman, and the Illusions of Conservative Economics», New Republic, 16.11.2012). Αναφερόμενος στη δήλωση ενός ακτιβιστή του Tea Party ότι σκοπεύουν να γεμίσουν το Κογκρέσο με χαγιεκιανούς, γράφει ο νομπελίστας οικονομολόγος: «τούτο το σχέδιο δεν φαίνεται ότι θα κυλήσει ομαλά, αν το τίμημα της εισδοχής περιλαμβάνει εκτενή μελέτη των γραπτών του Χάγιεκ».